-
1 население
-
2 население
насел||ениес ὁ πληθυσμός / οἱ κάτοικοι (жители):городское \население ὁ ἀστικός πληθυσμός, οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων мирное \население ὁ ἄμαχος πληθυσμός· плотность \населениеения ἡ πυκνότης τοῦ πληθυσμοῦ. -
3 народонаселение
народонаселениес ὁ πληθυσμός, ὁ£ κάτοικοι:увеличение \народонаселениея ἡ αὐξηση τοῦ πληθυσμού. -
4 тамошний
тамошн||ийприл разг ντόπιος:\тамошнийие жители οἱ ντόπιοι κάτοικοι. -
5 буржуазия
-и θ.η αστική τάξη. || οι αστοί (κάτοικοι της πόλης).εκφρ.мелкая буржуазия – η μικρή αστική τάξη•крупная буржуазия – η μεγάλη αστική τάξη. -
6 бюргерство
-а ουδ.αθρσ. οι αστοί, οι πολίτες, οι κάτοικοι της πόλης. -
7 дом
-а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.1. σπίτι, οικία•каменный дом πέτρινο σπίτι•
деревянный дом ζυλόσπιτο•
жилой дом κατοικία•
в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•
многоквартирный дом πολυκατοικία•
загородной -εξοχικό σπίτι.
2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.
3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•
в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•
богатый дом πλούσιο σπίτι•
хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.
4. δυναστεία, οίκος•дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.
5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•дом культуры σπίτι πολιτισμού•
дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•
детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•
дом пионеров σπίτι των πιονέρων•
родильный μαιευτήριο•
βλ. ανωτ. детский дом.6. κατάστημα•банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•
торговый дом εμπορικός οίκος•
исправительный дом σωφρονιστήριο•
игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•
питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.
εκφρ.на дом – στο σπίτι•брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•на –у – στο σπίτι, οίκοι•работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον. -
8 коренной
επ.1. ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής, ντόπιος•-ое население ο ντόπιος πληθυσμός•
-ые жители οι ντόπιοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς.
2. ριζικός• βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός•коренной вопрос βασικό ζήτημα•
-ые преобразования ριζικές μεταρρυθμίσεις.
|| ο κύριος, ο βασικός, ο μεγάλος•-ая мачта ιστός (ακάτιος) ο μεγάλος ή ο μεσαίος.
3. ουσ. βλ. коренник.εκφρ.- ые зубы – οι τραπεζίτες•- ая лошадь – βλ. коренник•-ое месторождение горной породы; -ая порода – κοίτασμα αυτόχθονο•- ым образом – επίρ. ριζικά, εκ θεμελίων. -
9 население
-я ουδ.1. οι κάτοικοι.2. πληθυσμός•перепись -я απογραφή πληθυσμού.
-
10 населённость
-и θ.1. οι κάτοικοι.2. πυκνότητα πληθυσμού. -
11 нижний
-яя, -ееεπ.1. ο κάτω, ο κατώτερος•-яя члюсть η κάτω σιαγόνα•
-ие оконечности τα κάτω άκρα•
нижний этаж το εισώγειο.
|| ο υποκάτω, ο κάτω από μας•-ие жильцы οι κάτωθι μας κάτοικοι.
2. (για ποτάμια) ο κάτω•-ее течение ο κάτω ρους•
-яя волга ο κάτω Βόλγας.
3. εσωτερικός•-ее бель τα εσώρουχα.
4. (για ήχο) χαμηλότερος.εκφρ.нижний чин – παλ. στρατιώτης, φαντάρος. -
12 погорелый
επ. παλ. καμένος•погорелый лес καμένο δάσος.
|| πυροπαθής•-ые жители πυροπαθείς κάτοικοι.
-
13 поморяне
-рян πλθ. (ενκ. -янин -а -ян-ка -и θ.) οι παραθαλάσσιοι κάτοικοι. -
14 пригородный
επ.του προαστίου•-ые жители κάτοικοι των προαστίων.•
πλησίον της πόλης•-ое огородное хозяйство το παρά την πόλη κηπευτικό νοικοκυριό.
|| (για μέσα μεταφοράς)• του προαστίου•пригородный автобус λεωφορείο προαστίων.
-
15 римляне
-лян πλθ. (ενκ. римлянин -а α., -ка, -и θ.)οι Ρωμαίοι. || οι κάτοικοι της Ρώμης (οι ιθαγενείς). -
16 северяне
-ян πλθ. (ενκ. северянин -а α. -ка -и θ.)• οι βόρειοι (κάτοικοι). -
17 тамошний
яя-ееεπ.ευρισκόμενος εκεί•-же жители οι εκεί κάτοικοι•
-ая природа η εκεί φύση.
-
18 юг
-а α.1. ο νότος•на юг προς το νότο•
окна дома выходят на юг τα παράθυρα του σπιτιού βλέπουν προς το νότο•
корабль держит курс на юг το καράβι κατευθύνεται προς νότο•
с юга από (το) νότο•
стрелка компаса указывает на юг ο δείχτης της πυξίδας δείχνει το νότο.
2. περιοχή νότου• ζεστό μέρος•жители -а οι κάτοικοι του νότου.
См. также в других словарях:
κάτοικοι — κάτοικος inhabitant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλεούτιοι — Κάτοικοι των Αλεούτων και του νότιου και δυτικού άκρου της Αλάσκας. Είναι μογγολικής καταγωγής, έχουν πλατύ και κοντό πρόσωπο, μικρό ανάστημα και μερικά κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα με τους Γκιλιάκ. Πολιτιστικά, έχουν αρκετά κοινά με τους… … Dictionary of Greek
Αρβανίτες — Κάτοικοι της Αλβανίας, οι οποίοι, λόγω των αναστατώσεων στη Βαλκανική, τον 13ο αι. μετακινούνται εκούσια ή ακούσια σε διάφορες άλλες χώρες της περιοχής. Ορισμένοι από αυτούς καταλήγουν σε περιοχές της Ελλάδας, γίνονται γνωστοί με το όνομα Α. και… … Dictionary of Greek
Γκέγκηδες — Κάτοικοι της βόρειας Αλβανίας και συγκεκριμένα της περιοχής Γκεγκαρίας, που εκτείνεται μεταξύ των ποταμών Σκούμπι και Μάτι. Οι περισσότεροι εθνολόγοι δεν θεωρούν τους Γ. αμιγείς Αλβανούς, αλλά λαό που προήλθε από την επιμειξία διαφόρων άλλων,… … Dictionary of Greek
Οπούντιοι Λοκροί — Κάτοικοι της αρχαίας Λοκρίδας. Όλες οι πόλεις της Αν. Λοκρίδας αποτελούσαν συμπολιτεία της οποίας τη βουλή, που την έλεγαν βουλή των Χιλίων, αποτελούσαν εκπρόσωποι των πόλεων που τη συγκροτούσαν. Στα χρόνια των Μηδικών πολέμων οι Ο.Λ. αγωνίστηκαν … Dictionary of Greek
Σαμαρείτες — Κάτοικοι της Σαμάραας. Όταν το 721 π.Χ. οι Εβραίοι εξορίστηκαν, οι Ασσύριοι έφεραν στη Σ. άλλους πληθυσμούς που προέρχονταν από τη Βαβυλωνία και τη Συρία και οι οποίοι, αφού αναμείχθηκαν με τους Εβραίους που είχαν παραμείνει, δημιούργησαν ένα… … Dictionary of Greek
Χαλδαίοι — Κάτοικοι μιας περιοχής (Χαλδαίας), της οποίας είναι δύσκολο να καθοριστούν τα ακριβή όρια. Στα σφηνοειδή κείμενα η Χαλδαία είναι η κεντρική Βαβυλωνία· αργότερα όμως χαρακτηριζόταν ολόκληρη η Βαβυλωνία και με την έννοια αυτή ο όρος συναντάται στη… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek